κυδιάνειρα

κυδιάνειρα
κυδιάνειρα, ἡ (Α)
1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες
2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι- (< κῦδος) + -άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι-άνειρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυδιάνειρα — κῡδιάνειρα , κυδιάνειρα bringing men glory fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδιανείρας — κῡδιανείρᾱς , κυδιάνειρα bringing men glory fem acc pl κῡδιανείρᾱς , κυδιάνειρα bringing men glory fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ …   Dictionary of Greek

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

  • κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …   Dictionary of Greek

  • κυδιανείρῃ — κῡδιανείρῃ , κυδιάνειρα bringing men glory fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδιάνειραν — κῡδιάνειραν , κυδιάνειρα bringing men glory fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”